καταρώμενος

καταρώμενος
καταράομαι
call down curses upon
pres part mp masc nom sg
καταράομαι
call down curses upon
pres part mp masc nom sg
καταρόω
plough up
pres part mp masc nom sg (doric aeolic)
καταρόω
plough up
pres part mp masc nom sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιθεάζω — ἐπιθεάζω (Α) 1. επικαλούμαι τους θεούς εναντίον κάποιου («ἀγανακτῶν καὶ ἐπιθειάζων καὶ καταρώμενος») 2. επιθειάζω, επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θε άζω (< θεός)] …   Dictionary of Greek

  • καταριέμαι — καταριέμαι, καταράστηκα, καταραμένος βλ. πίν. 69 Σημειώσεις: καταριέμαι : η μτχ. καταραμένος σημαίνει → αυτός που αξίζει κατάρες. Επίσης απαντάται η λόγια μτχ. ενεστώτα καταρώμενος, αλλά και η μτχ. της δημοτικής καταριώντας με ισοδύναμο νόημα… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”